- κεραυνοπλήξ
- κεραυνοπλήξ, -ῆγος, ὁ, ἡ (Α)κεραυνόπληκτος.[ΕΤΥΜΟΛ. < κεραυνός + -πλήξ (< πλήσσω), πρβλ. αλι-πλήξ, βου-πλήξ].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
BIDENTAL — Romanis dictus est locus fulmine tactus et bidentibus ovibus expiatus consecratusque. Glossae, Bidental, τόπος κεραυνοπλὴξ. Quem proin nec ingredi nec calcare fas erat. Horat. de Arte Poet. extr. utrum Minxerit in patrios cineres, an triste… … Hofmann J. Lexicon universale
κεραυνός — Ακαριαία, ισχυρή ηλεκτρική εκκένωση μεταξύ νέφους και εδάφους, εξαιτίας της παρουσίας ισχυρού ηλεκτρικού πεδίου στον συγκεκριμένο χώρο της ατμόσφαιρας. Αν η εκκένωση συμβεί μεταξύ δύο νεφών ή στο εσωτερικό ενός νέφους, η εκκένωση αυτή καλείται… … Dictionary of Greek